- βάτιον
- βάτιον, τό, Dim. of βάτος (A), Salaminian name forA mulberry, Parth. ap. Ath.2.51f.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βάτιον — βάτιον, το (Α) [βατός (Ι)] 1. μικρός βατός 2. ο καρπός της μουριάς, το μούρο … Dictionary of Greek
βάτιον — mulberry neut nom/voc/acc sg βατέω cover imperf ind act 3rd pl (doric) βατέω cover imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτια — βάτιον mulberry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)